- κρεαδοσία
- κρεᾱ-δοσία, ἡ,A distribution of meat, Inscr.Prien.111.174 (i B. C.), IG7.2712.68 (Acraeph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεαδοσία — κρεαδοσία, ἡ (Α) βλ. κρεοδαισία … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοδαισία — και κρεαδοσία, ἡ (Α) [κρεοδαίτης] η διανομή τού κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.) … Dictionary of Greek